ὑπασπιστῶν

ὑπασπιστῶν
ὑπασπιστής
shield-bearer
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • поборьникъ — ПОБОРЬНИК|Ъ (57), А с. 1.Поборник, заступник; борец: радѹитас˫а. вьселенѣи застѹпьника. и поборника на врагы. Стих 1156–1163, 73 об.; правовѣрью же поборьникъ ѳеѡдоръ. не преста˫аше твор˫а ѡбычьны˫а. (ὑπέρμαχος) ЖФСт к. XII, 120 об.; иѡане пр҃рче …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • υπασπιστής — ο / ὑπασπιστής, ΝΜΑ, θηλ. υπασπίστρια Ν νεοελλ. 1. αξιωματικός τοποθετημένος ως έμπιστος ακόλουθος και γραμματέας ανώτερου στρατιωτικού διοικητή, ιδίως αρχηγού επιτελείου 2. ανώτερος αξιωματικός που συνοδεύει τιμητικά τον αρχηγό τού κράτους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”